ἐϋκτήμων

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (κτῆμα)

   A wealthy, Pi.N.7.92; εὐκτ- Paul. Al.M.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋκτήμων: -ον, (κτῆμα) ἔχων πολλὰ καὶ καλὰ κτήματα, εὐκτήμων, πλούσιος, Πινδ. Ν. 7. 135, Πολυδ. Γ΄, 109.

Greek Monolingual

ἐϋκτήμων, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά και καλά κτήματα, ο μεγαλοκτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + -κτήμων (< κτήμα < κτώμαι), πρβλ. α-κτήμων, φιλο-κτήμων].