εύορκος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔορκος, -ον)
αυτός που τηρεί τον όρκο του, ο πιστός στον όρκο του («εἴ τι χαίρεις ἀνδρός εὐόρκου τρόποις», Αριστοφ.)
νεοελλ.
συνεκδ. ευσυνείδητος, ειλικρινής
αρχ.
1. αυτός που είναι σύμφωνος με τον όρκο κάποιου («λόγοις δικαίοις χρωμένοις εὔορκον εἶναι ἀμφοτέροις», Θουκ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) εὔορκον, εὔορκα
ευόρκως.
επίρρ...
ευόρκως (Α εὐόρκως)
1. σύμφωνα με την υπόσχεση που δόθηκε με όρκο
2. ευσυνειδήτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρκος].