εὐσυναλλαξία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A fair dealing, Stoic.3.64,67.
Greek Monolingual
εὐσυναλλαξία, ἡ (Α) ευσυνάλλακτος
η ευθύτητα, η εντιμότητα στις συναλλαγές.
Full diacritics: εὐσυναλλαξία | Medium diacritics: εὐσυναλλαξία | Low diacritics: ευσυναλλαξία | Capitals: ΕΥΣΥΝΑΛΛΑΞΙΑ |
Transliteration A: eusynallaxía | Transliteration B: eusynallaxia | Transliteration C: efsynallaksia | Beta Code: eu)sunallaci/a |
ἡ,
A fair dealing, Stoic.3.64,67.
εὐσυναλλαξία, ἡ (Α) ευσυνάλλακτος
η ευθύτητα, η εντιμότητα στις συναλλαγές.