εὐτρεπισμός
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὁ,
A preparation, Simp.in Ph.793.7, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρεπισμός: ὁ, «ἑτοιμασία» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ο (Μ εὐτρεπισμός) ευτρεπίζω
τακτοποίηση, συγύρισμα
μσν.
προπαρασκευή, προετοιμασία.