εφέστιος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source

Greek Monolingual

ἐφέστιος, -ον, ιων. τ. ἐπίστιος, -ον και ἐφίστιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ.
β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» — όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.)
2. για ικέτες που κάθονται δίπλα στην εστία και ζητούν προστασίαἱκέτης καὶ δόμων ἐφέστιος», Αισχύλ.)
3. ξένος, φιλοξενούμενος («ἐλθόντ' ἐς δόμους ἐφέστιον», Σοφ.)
4. αυτός που κατοικεί με κάποιον («ἐφέστιον ἀθανάτοισιν» — που κατοικεί με τους αθανάτους», Απολλ. Ρόδ.)
5. (γενικά) αυτός που ανήκει στο σπίτι ή στην οικογένεια («ἐφέστιοι εὐναί», Ευρ.)
6. το ουδ. ως ουσ. α) ιων. τὸ ἐπίστιον
η οικογένεια, Ηρόδ.
β) τὸ ἐφέστιον
ο τόπος, η πατρίδα
7. φρ. α) «ἐφέστιοι θεοί» — θεοί, προστάτες του οικογενειακού βίου, στους οποίους ήταν αφιερωμένη η εστία και τών οποίων τα αγάλματα ήταν κοντά σ' αυτήν
β) «Ζεὺς ἐπίστιος» ή «Ζεὺς ἐφέστιος»
Ζευς προστάτης της φιλοξενίας
8. το θηλ. ως ουσ. ἐπίστιος
το κρασί που προσφερόταν κατά την υποδοχή φιλοξενουμένου, το ανίσωμα (δ. γρφ. ἀνισων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑστία.