εφήδομαι
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
ἐφήδομαι (Α)
1. επιχαίρω, χαίρομαι για κάτι κακό, χαιρεκακώ («ἐν μὲν ταῑς συμφοραῑς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.)
2. χαίρομαι, ευχαριστιέμαι («οὐκ ἐπιτήδειος ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», Δημοσθ.)
3. (σπαν. και με καλή σημασία) αισθάνομαι χαρά, αισθάνομαι ευχαρίστηση για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήδομαι].