ἐφίστιος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφίστιος Medium diacritics: ἐφίστιος Low diacritics: εφίστιος Capitals: ΕΦΙΣΤΙΟΣ
Transliteration A: ephístios Transliteration B: ephistios Transliteration C: efistios Beta Code: e)fi/stios

English (LSJ)

   A v. ἐφέστιος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐφίστιος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται, που κρέμεται, που είναι προσαρμοσμένος στον ιστό («ἐφίστιος φανός»)
αρχ.
επιγρ. ιων. τ. του εφέστιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστός.