εφελίσσω
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
ἐφελίσσω (Α) (μόνο στον τ. επε(ι)λίσσω)
1. περιτυλίγω
2. μέσ. ἐφελίσσομαι
σύρομαι, στριφογυρίζω πίσω από κάποιον
3. παθ. τυλίγομαι, περιτυλίγομαι («ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλίσσω.