εφελίσσω

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

ἐφελίσσω (Α) (μόνο στον τ. επε(ι)λίσσω)
1. περιτυλίγω
2. μέσ. ἐφελίσσομαι
σύρομαι, στριφογυρίζω πίσω από κάποιον
3. παθ. τυλίγομαι, περιτυλίγομαι («ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλίσσω.