Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εφορειακός

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

και εφοριακός, -ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην εφορ(ε)ία ή στον έφορο
2. το αρσ. ως ουσ. ο εφοριακός
ο υπάλληλος της εφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφορ(ε)ία. Η λ. εφορειακός μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς, ενώ η λ. εφοριακός από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].