Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζίζυφος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458

Greek (Liddell-Scott)

ζίζῠφος: ἡ, δένδρον ἡ «ζιζυφιά», Λατ. rhamnus jujuba Linn., Ἰταλ. Giuggiola, Γαλλ. gingeolier. - ζίζυφον, τό, ὁ καρπός, Γαλην. 6. 357, Ὀρειβ. 1. 211, Γεωπ. 10. 3, 4.

Greek Monolingual

και ζιζυφιά και τζιτζυφιά, η ζίζυφο
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών ραμνοειδών, του οποίου καρπός είναι το τζίτζυφο.