Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
ἡδυγνώμων, -ύγνωμον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστη, καλή γνώμη («οὐχ ἡδυσώματος... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' ἡδυγνώμων ἐν θεοῑς τετίμηται», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γνωμων (< γνώμων), πρβλ. διχο-γνώμων, ευ-γνώμων.