ζωοτρόφος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

(I)
ζωοτρόφος, -ον (Α)
(για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].———————— (II)
-ο (Α ζῳοτρόφος, -ον)
αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].