ηλοπάτημα
From LSJ
Greek Monolingual
το
τραυματισμός του πέλματος οπληφόρου ζώου με αιχμηρό ή κοφτερό αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πάτημα (< πατώ)].
το
τραυματισμός του πέλματος οπληφόρου ζώου με αιχμηρό ή κοφτερό αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πάτημα (< πατώ)].