ἡμερόφαντος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,

   A appearing by day, ὄναρ A.Ag.82 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1166] ὄνειρος, bei Tage erschienen, Aesch. Ag. 82.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόφαντος: -ον, ἐμφανιζόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, ὄναρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui paraît ou se montre le jour.
Étymologie: ἡμέρα, φαίνω.

Greek Monolingual

ἡμερόφαντος, -ον (Α)
αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ὄναρ ἡμερόφαντον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. ά-φαντος, τηλέ-φαντος].