ἡμερόφαντος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡμερόφαντον, appearing by day, ὄναρ A.Ag.82 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1166] ὄνειρος, bei Tage erschienen, Aesch. Ag. 82.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui paraît ou se montre le jour.
Étymologie: ἡμέρα, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμερόφαντος: появляющийся днем, дневной (ὄναρ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερόφαντος: -ον, ἐμφανιζόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, ὄναρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 82.
Greek Monolingual
ἡμερόφαντος, -ον (Α)
αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ὄναρ ἡμερόφαντον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. άφαντος, τηλέφαντος].
Greek Monotonic
ἡμερόφαντος: -ον (φαίνομαι), αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἡμερό-φαντος, ον [φαίνομαι]
appearing by day, Aesch.