ήλωση

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

η (Μ ἥλωσις) ηλώ
το κάρφωμα
νεοελλ.
1. ιατρ. η χρησιμοποίηση καρφιών ή μέσων με ανάλογο σχήμα, από ανοξείδωτο χάλυβα, για την αποκατάσταση της συνέχειας ενός οστού που έχει υποστεί κάταγμα
2. σύνδεση λεπτών τεμαχίων μηχανής ή κατασκευής με ειδικά καρφιά.