ημιχίτων
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
Greek Monolingual
ἡμιχίτων, ὁ (Α)
(για τον άγιο Δημήτριο) αυτός που φέρει μισό χιτώνα.