ηνιοποιός
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
ἡνιοποιός, ὁ (Α)
ο κατασκευαστής χαλινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. νομισματο-ποιός, υποδηματοποιός].