ημιπαράφρων
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
Greek Monolingual
-ον
εν μέρει παράφρων, μισότρελος, σχεδόν φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + παράφρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ιω. Κ. Καμπούρογλου].