ηρωολατρία
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Greek Monolingual
η
1. η λατρεία που προσφέρεται στους ήρωες, ο υπερβολικός θαυμασμός προς έναν ήρωα (ζωντανό ή νεκρό)
2. η λατρεία ή ο υπερβολικός θαυμασμός προς έναν θνητό που αγγίζει τα όρια της λατρείας ηρώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηρωολάτρης (και όχι από ήρως + λατρεία < λατρεύω απ' όπου προκύπτει ο εσφ. τ. ηρωολατρεία)].