θείωσις
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
German (Pape)
[Seite 1192] ἡ, das Göttlichmachen, Plut. Is. et Os. 2, l. d.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
divinité.
Étymologie: θεῖος¹.
Greek Monolingual
η (Α) [[[θειώ]] (Ι)]
αποθέωση.