θεοκόλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A = θεηκόλος, servant of a god, priest, SIG684.1 (Dyme, ii B.C.), 1021.3 (Olympia, i B.C.):—hence θεο-κολέω, serve as a priest, θ. Ἀσκλαπιῷ IG9(1).1066 (Amphissa):—also θεο-κολεύω, ib.417 (Aetol.):
Greek (Liddell-Scott)
θεοκόλος: ὁ, ὡς τὸ θεηκόλος, ὑπηρέτης τοῦ θεοῦ, ἱερεύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. 1, 1607· - ἐντεῦθεν θεοκολέω, ὑπηρετῶ ὡς ἱερεύς, θεοκολήσασα Ἀρτέμιτι 1934.
Greek Monolingual
θεοκόλος και θεηκόλος, ό (Α)
υπηρέτης του θεού, ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος).