Θεοφάνια
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
τα (Α θεοφάνια)
η θεοφάνεια, η γιορτή τών Φώτων
αρχ.
γιορτή στους Δελφούς κατά την οποία δείχνονταν στον λαό τα αγάλματα του Απόλλωνος και άλλων θεών («ἐπικίρναται γὰρ ὑπὸ Δελφῶν θεοφανίοισι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. θεοφάνια (ενν. ιερά) < θεοφάνιον (< θεο- + -φάνιον < -φανής < φαίνω), πρβλ. επιφάνια (τα) (< επιφάνιον), θεοξένια (τα)].