Θετταλός
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
Full diacritics: Θεττᾰλός | Medium diacritics: Θετταλός | Low diacritics: Θετταλός | Capitals: ΘΕΤΤΑΛΟΣ |
Transliteration A: Thettalós | Transliteration B: Thettalos | Transliteration C: THettalos | Beta Code: *qettalo/s |
Θετταλικός, etc., Att. for Θεσσ-.
Θεττᾰλός: Θετταλικός, κτλ., μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ Θεσσ-.
att. c. Θεσσαλός.
Θετταλός, ὁ (Α)
βλ. Θεσσαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του Θεσσαλός].