θηλύνους

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. θηλύνοος.

Greek Monolingual

θηλύνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία μυαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νονς, σύν-νους].