θῖβις
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
or θίβις, εως, ἡ,
A basket plaited from papyrus, PPetr.3p.145 (iii B.C.), PCair.Zen.69 (iii B.C.), PGrenf.1.14.10 (ii B.C.), LXXEx.2.3,6, Suid.: the form θίβη given by Hsch., Phot., v.l. in Suid., is false: θῆβις (sic) τῶν ἄρτων, correction of πρόθεσις τ. ἄ., UPZ149.21 (iii B.C.):—Hsch. also gives θίβωνος (extra ordinem)· κιβωτός (Cypr.), and θίγωνος· κιβωτοῦ. (Hebr. tēbhāh, from Egypt. dbet 'box'.)
Greek Monolingual
θῑβις και θίβις, -εως ἡ (Α)
καλάθι πλεγμένο από πάπυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως
πρβλ. εβρ. tēbhāh, το οποίο προήλθε με τη σειρά του από αιγυπτ. db',t «κιβώτιο»].