θυσμικός

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυσμικός Medium diacritics: θυσμικός Low diacritics: θυσμικός Capitals: ΘΥΣΜΙΚΟΣ
Transliteration A: thysmikós Transliteration B: thysmikos Transliteration C: thysmikos Beta Code: qusmiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sacrificial, ἔτος IG12(5).141 (Paros), 903 (Tenos).

Greek (Liddell-Scott)

θυσμικός: -ή, -όν, εἰς θυσίαν ἀνήκων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2339 (προσθῆκαι).

Greek Monolingual

θυσμικός, -ή, -όν (Α)
επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσμικόν ἔτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θυσμός].