θυρευτής
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Full diacritics: θυρευτής | Medium diacritics: θυρευτής | Low diacritics: θυρευτής | Capitals: ΘΥΡΕΥΤΗΣ |
Transliteration A: thyreutḗs | Transliteration B: thyreutēs | Transliteration C: thyreftis | Beta Code: qureuth/s |
οῦ, ὁ,
A door-keeper, Gloss. (dub.).
θυρευτής, ὁ (Α)
θυρωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θυρεύω].