οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
θύστας, ὁ, δωρ. τ. του θύστης (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ό ἱερεὺς παρὰ Κρησί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο σιγμόληκτο θ. θυσ- του θύω (I)].