θύστας

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύστας Medium diacritics: θύστας Low diacritics: θύστας Capitals: ΘΥΣΤΑΣ
Transliteration A: thýstas Transliteration B: thystas Transliteration C: thystas Beta Code: qu/stas

English (LSJ)

α, ὁ, Doric for θύστης.

Greek Monolingual

θύστας, ὁ, δωρ. τ. του θύστης (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ό ἱερεὺς παρὰ Κρησί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο σιγμόληκτο θ. θυσ- του θύω (I)].