θυοσκοπία
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ἡ,=
A haruspicina, used as etym. of Θοῦσκος, Lyd.Mag.Prooem.
Greek Monolingual
θυοσκοπία, ἡ (Α) θυοσκόπος
(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του Θοῡσκος, στον Ιω. Λυδό)
η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία.