τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
(ΑΜ θρομβοῡμαι, -έομαι) θρόμβος
1. πήζω σε μικρούς σβώλους, σχηματίζω θρόμβους
2. (για γάλα) πήζω, κόβω
αρχ.
περιέχω θρόμβους.