ιδρωτικός

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἱδρωτικός, -ή, -όν) ιδρώς
αυτός που προκαλεί εφίδρωση («ιδρωτικά φάρμακα»)
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει τάση για εφίδρωση.
επίρρ...
ἱδρωτικῶς (Α)
με έκκριση ιδρώτα.