φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
(ΑΜ ἱκετεύω) ικέτης1. ζητώ βοήθεια, προστασία2. παρακαλώ θερμάμσν.προσεύχομαι στον θεόαρχ.πλησιάζω κάποιον ως ικέτης.