Ιλιάς

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

και Ιλιάδα, η (Α Ἰλιάς, -άδος) Ίλιος
ο τίτλος του μεγάλου έπους του Ομήρου
αρχ.
1. ως κύριο όν. Ἰλιάς
επίθ. της Αθηνάς
2. φρ. α) «Ἰλιὰς γῆ» — η γη της Τροίας
β) «Ἰλιὰς γυνή» — η γυναίκα που κατάγεται από την Τροία
3. παροιμ. «κακῶν Ἰλιάς» — ατελεύτητη σειρά δυστυχημάτων
4. είδος πτηνού.