Ιλιάς
From LSJ
και Ιλιάδα, η (Α Ἰλιάς, -άδος) Ίλιος
ο τίτλος του μεγάλου έπους του Ομήρου
αρχ.
1. ως κύριο όν. ἡ Ἰλιάς
επίθ. της Αθηνάς
2. φρ. α) «Ἰλιὰς γῆ» — η γη της Τροίας
β) «Ἰλιὰς γυνή» — η γυναίκα που κατάγεται από την Τροία
3. παροιμ. «κακῶν Ἰλιάς» — ατελεύτητη σειρά δυστυχημάτων
4. είδος πτηνού.