ιπώ

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source

Greek Monolingual

ἰπῶ, -όω (Α) ίπος
1. (ιδίως σε εγχειρήσεις) καταπιέζω, συνθλίβω, συμπιέζω
2. παθ. ἰποῡμαι, -όομαι
πιέζομαι, συνθλίβομαι («ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» — συνθλιβόμενος, πιεζόμενος κάτω από τις ρίζες της Αίτνας, Αισχύλ.).