ίπνιος

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἴπνιος, -ία, -ον (Α)
ιπνός
1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν, στον κλίβανο, στον φούρνο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια
η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα.