ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
ἴπνιος, -ία, -ον (Α)
ιπνός
1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν, στον κλίβανο, στον φούρνο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια
η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα.