ισχυροποίηση
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰσχυροποίησις) ισχυροποιώ
ενίσχυση, ενδυνάμωση, τόνωση
αρχ.
επικύρωση, επιβεβαίωση.
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
η (ΑΜ ἰσχυροποίησις) ισχυροποιώ
ενίσχυση, ενδυνάμωση, τόνωση
αρχ.
επικύρωση, επιβεβαίωση.