ιχνοπατώ

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

ἰχνοπατῶ, -έω (AM)
μσν.
ακολουθώ τα ίχνη ή, δ. ερμ., πατώ πάνω σε κάποιον («καὶ νὰ ἰχνοεπάτησες αὐθεντικὰ εἰς ἐμέναν», Λίβ. και Ροδ.)
αρχ.
πατώ, βαδίζω, βηματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + πατῶ].