ιχνοπατώ

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ἰχνοπατῶ, -έω (AM)
μσν.
ακολουθώ τα ίχνη ή, δ. ερμ., πατώ πάνω σε κάποιον («καὶ νὰ ἰχνοεπάτησες αὐθεντικὰ εἰς ἐμέναν», Λίβ. και Ροδ.)
αρχ.
πατώ, βαδίζω, βηματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + πατῶ].