γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
ἰχνοπατῶ, -έω (AM)μσν.ακολουθώ τα ίχνη ή, δ. ερμ., πατώ πάνω σε κάποιον («καὶ νὰ ἰχνοεπάτησες αὐθεντικὰ εἰς ἐμέναν», Λίβ. και Ροδ.)αρχ.πατώ, βαδίζω, βηματίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + πατῶ].