καθημέραν

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

German (Pape)

[Seite 1285] d. i. καθ' ἡμέραν, täglich, besser getrennt geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

καθημέραν: Ἐπίρρ., βέλτιον διῃρημένως: καθ’ ἡμέραν, τῆς καθημέραν διαίτης, τῆς καθημερινῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 11. 359Α.

Greek Monolingual

καθημέραν και καθ' ήμέραν (AM)
επίρρ. καθημερινά, κάθε μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ' ἡμέραν»].