καθυπερηφανία

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερηφανία: ἡ, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπερηφανία, Φιλόδ. π. κακιῶν 16. 5, Sauppe.

Greek Monolingual

καθυπερηφανία, ἡ (Α)
(επιτατ. του υπερηφανία) μεγάλη περηφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερηφανία < ὑπερήφανος.