ιχανώ

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

ἰχανῶ, -άω (Α)
επιθυμώ πολύ, επιζητώ κάτι με επιμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ἀχήν «φτωχός» και με αρχ. ινδ. īhate «επιθυμώ». Ο αρχικός τ. του ρ. πρέπει να ήταν ἰχαίνω, που μεταπλάστηκε σε ἰχανῶ κατά το ὑφαίνω: ὑφανῶ].