Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακάο

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

το
1. βρώσιμη ουσία που εξάγεται από τα σπέρματα του κακαόδεντρου
2. το αφέψημα που λαμβάνεται με τον βρασμό της σκόνης του κακάου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. cacao < ναχουάτλ. cacahuatl «σπόροι του κακάου». Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Σταύρο Σταθόπουλο].