καινόσοφος
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
Greek Monolingual
καινόσοφος, -ον (Α)
πάπ. ο προερχόμενος από νέα σοφία, από πρόσφατη μάθηση («καινόσοφος προθυμία», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σοφός.