ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
καινόσοφος, -ον (Α)πάπ. ο προερχόμενος από νέα σοφία, από πρόσφατη μάθηση («καινόσοφος προθυμία», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σοφός.