καθολίκευση
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
Greek Monolingual
η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθολικεύω, γενίκευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. αντί του γενίκευση < καθολικεύω, ως απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. generalisation. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Βενιαμίν Λέσβιο].